φαρδομάνικο

φαρδομάνικο
τό
1) ряса; мантия; 2) широкий рукав;

§ καλά 'ν' τα φαρδομάνικα μα 'ν' γιά τούς δεσποτάδες — погов, многие мечтают о высоких постах и почестях, но немногие достойны их


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φαρδομάνικο" в других словарях:

  • φαρδομάνικο — το 1. φαρδύ μανίκι ρούχου (ιδίως ράσου). 2. ευρύχωρο ρούχο με πλατιά μανίκια: Καλά ν τα φαρδομάνικα, μα ν για τους δεσποτάδες (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρδομάνικος — η, ο, Ν 1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φαρδιά μανίκια 2. το ουδ. ως ουσ. το φαρδομάνικο α) πλατύ μανίκι ενδύματος, ιδίως ράσου β) ένδυμα με φαρδιά μανίκια, ράσο 3. παροιμ. φρ. «καλά ν τα φαρδομάνικα, μα ν για τους δεσποτάδες» δηλώνει ότι πολλοί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»